- ἑνδεκάτου
- ἑνδέκατοςeleventhmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σηθ — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ήταν γιος του Αδάμ, πατέρας του Ενώς και πρόγονος του Ιησού. Έζησε, κατά την Παλαιά Διαθήκη, 912 χρόνια. Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Προπατόρων. * * * ο, ΝΑ μυθ.… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
υδροχόος — (Αστρον.). Ένας από τους 12 αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου. Η ονομασία του οφείλεται στο γεγονός ότι το πέρασμα του Ήλιου από τον Υ. συμπίπτει με την περίοδο των βροχών. Αποτελείται από πολλούς αστέρες, μεταξύ των οποίων ο α και ο β είναι… … Dictionary of Greek
Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… … Dictionary of Greek